αντρόπιαστος

αντρόπιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ντροπιαστεί, να προσβληθεί
2. ο αδιάντροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντρόπιαστος — η, ο αυτός που δεν έκανε κάτι το οποίο φέρνει ντροπή, αρεζίλευτος: Ήταν περήφανος, γιατί είχε κατορθώσει να κρατήσει το σπίτι του στα δύσκολα εκείνα χρόνια αντρόπιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”